αγκαλώ

αγκαλώ
αγκάλεσα, εγκαλώ, κατηγορώ κάποιον σε μια αρχή: Τον αγκάλεσε στον εισαγγελέα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀγκάλῳ — ἄγκαλος armful masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”